- μεγαλομάρτυρας
- μεγαλομάρτυραςυς (-υρος) ο , η церк. великомучени|к,-ца
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεγαλομάρτυρας — ο μεγάλος μάρτυρας της Εκκλησίας που θυσιάστηκε για τη χριστιανική πίστη: Ο μεγαλομάρτυρας άγιος Γεώργιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεγαλομάρτυρας — ο, και μεγαλομάρτυς, ο, η (ΑM μαγαλομάρτυς, υρος και μεγαλομάρτυρ, υρος) αυτός που υπέστη μεγάλα μαρτύρια για την πίστη του, μέγας μάρτυρας τής Εκκλησίας … Dictionary of Greek
Saint Christopher — For other uses, see Saint Christopher (disambiguation). . Saint Christophery St. Christopher Carrying the Christ Child, by Hieronymus Bosch (c. 1485) Martyr Born … Wikipedia
May 9 (Eastern Orthodox liturgics) — May 8 Eastern Orthodox Church calendar May 10 All fixed commemorations below celebrated on May 22 by Old Calendarists Contents 1 Saints 1.1 Other commemorations 2 Notes 3 … Wikipedia
May 17 (Eastern Orthodox liturgics) — May 16 Eastern Orthodox Church calendar May 18 All fixed commemorations below celebrated on May 30 by Old Calendarists Contents 1 Saints 1.1 Other commemorations 2 Notes … Wikipedia
Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… … Dictionary of Greek
ευφημία — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. η μεγαλομάρτυρας. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο επί Διοκλητιανού. Η μνήμη της τιμάται στις 16 Σεπτεμβρίου. 2. Ε. η μάρτυρας. Η μνήμη της τιμάται στις 4 Ιανουαρίου. * * * η (ΑΜ εὐφημία) [εύφημος]… … Dictionary of Greek
μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… … Dictionary of Greek
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek
μεγαλομάρτυρ — μεγαλομάρτυρ, υρος, ὁ (Α) μεγαλομάρτυρας … Dictionary of Greek
μεγαλομάρτυς — ο, η (ΑM μαγαλομάρτυς, υρος) βλ. μεγαλομάρτυρας … Dictionary of Greek